ακατάλληλος

ακατάλληλος
-η, -ο (Α ἀκατάλληλος, -ον)
αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος
«ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» — ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να διαβαστεί, είτε λόγω ηλικίας τών θεατών ή αναγνωστών είτε γιατί το περιεχόμενο του αντίκειται στον ηθικό και νομικό κώδικα τής κοινωνίας
αρχ.
ο σόλοικος, αυτός που περιέχει συντακτικό σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατάλληλος.
ΠΑΡ. ἀκαταλληλία, νεοελλ. ακαταλληλότητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάλληλος — not fitting together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάλληλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι: Το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για σχολείο. 2. (για θεάματα και αναγνώσματα), αυτός που δεν επιτρέπεται σε ανήλικους, άσεμνος: Το βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταλληλότερον — ἀκατάλληλος not fitting together adverbial comp ἀκατάλληλος not fitting together masc acc comp sg ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλως — ἀκατάλληλος not fitting together adverbial ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάλληλον — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc sg ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλληλότερα — ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλοις — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλου — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλους — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλων — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”