- ακατάλληλος
- -η, -ο (Α ἀκατάλληλος, -ον)αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος«ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» — ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να διαβαστεί, είτε λόγω ηλικίας τών θεατών ή αναγνωστών είτε γιατί το περιεχόμενο του αντίκειται στον ηθικό και νομικό κώδικα τής κοινωνίαςαρχ.ο σόλοικος, αυτός που περιέχει συντακτικό σφάλμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατάλληλος.ΠΑΡ. ἀκαταλληλία, νεοελλ. ακαταλληλότητα].
Dictionary of Greek. 2013.